καψάλισμα

καψάλισμα
το [καψαλίζω]
1. το ελαφρό κάψιμο τής επιφάνειας ενός αντικειμένου, το τσουρούφλισμα («καψάλισμα ψωμιού»)
2. (υφαντ.) μέθοδος επεξεργασίας υφασμάτων κατά την οποία αυτά περνούν πάνω από φλόγα αερίου με σκοπό το κάψιμο τών ινών που εξέχουν στην επιφάνειά τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καψάλισμα — το, ατος η επιπόλαιη καύση της επιφάνειας κάποιου αντικειμένου, τσουρούφλισμα: Η ρέγκα θέλει καψάλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίκαυση — η (Α ἐπίκαυσις) [επικαίω] το επιφανειακό κάψιμο, η επιπόλαιη καύση τής επιφάνειας ενός πράγματος, καψάλισμα, τσουρούφλισμα νεοελλ. 1. ναυτ. το επιπόλαιο κάψιμο τής γάστρας τού πλοίου, δηλ. τών ξύλινων μερών που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη… …   Dictionary of Greek

  • επίφλεξις — ἐπίφλεξις, ἡ (Α) η καύση με φλόγα, το καψάλισμα …   Dictionary of Greek

  • καψαλισιά — η [καψαλίζω] καψάλισμα* …   Dictionary of Greek

  • παλάμισμα — (I) το 1. η θέση τής παλάμης πάνω σε κάτι 2. χτύπημα με την παλάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαμίζω (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Φαρμακίδη]. (II) το [παλαμίζω (II)] ναυτ. καθάρισμα τών υφάλων τού πλοίου από παλαιά χρώματα, από φύκη και… …   Dictionary of Greek

  • στάθευσις — και δ. γρφ. στάτευσις, εύσεως, ἡ, Α [σταθεύω] κάψιμο, καψάλισμα …   Dictionary of Greek

  • φρύξη — η / φρῡξις, ύξεως, ΝΑ [φρύγω] φρυγμός, ψήσιμο, καβούρντισμα νεοελλ. (μεταλργ. χημ.) μεταλλουργική διεργασία που συνίσταται στη θέρμανση μιας ανόργανης χημικής ένωσης μετάλλου ή ενός μεταλλεύματος, με παρουσία ατμοσφαιρικού αέρα, και η οποία… …   Dictionary of Greek

  • τσουρούφλισμα — το, ατος καψάλισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”